Τα τελευταία χρόνια, λόγω της εξαιρετικής αύξησης που παρατηρείται στον αριθμό των παιδιών που λαμβάνουν τη διάγνωση των Διαταραχών του Φάσματος του Αυτισμού (πρόσφατες εκτιμήσεις στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής δείχνουν τον επιπολασμό του Αυτισμού να έχει φτάσει τα 1 στα 68 παιδιά), έχουν αναπτυχθεί πλήθος θεραπειών που υπόσχονται βελτίωση των συμπτωμάτων τη διαταραχής, πρόοδο στην ανάπτυξη του παιδιού, και συχνά πλήρη ίαση. Δυστυχώς όμως, ελάχιστες από τις λεγόμενες “θεραπείες”, που συχνά κοστίζουν πολύ ακριβά στην οικογένεια τόσο σε χρόνο όσο και σε χρήματα, φέρνουν τα επιθυμητά αποτελέσματα.
Πολλοί ερευνητές έχουν μελετήσει κι εξακολουθούν να μελετούν τις πολυάριθμες παρεμβάσεις που εφαρμόζονται με τα παιδιά με Διαταραχές του Φάσματος του Αυτισμού και έχουν εξάγει συμπεράσματα ως προς την επιστημονική τεκμηρίωση στην οποία βασίζονται, την αποτελεσματικότητά τους αλλά και τις συνθήκες υπό τις οποίες εάν εφαρμοστούν θα φέρουν τα επιθυμητά αποτελέσματα. Παράδειγμα τέτοιων ερευνών είναι οι πρόσφατες μελέτες που πραγματοποιήθηκαν το 2012 από δύο ανεξάρτητες ομάδες ερευνητών (Reichow, Barton, Boyd, & Hume, 2012; Eldevik & Hastings, Jahr, Hughes, 2012) και στις οποίες οι ερευνητές συμπέραναν ότι η Πρώιμη Εντατική Συμπεριφοριστική Παρέμβαση (Early Intensive Beavioural Intervention-EIBI) είχε ως αποτέλεσμα τα παιδιά που την έλαβαν να εμφανίσουν σε σχέση με την ομάδα ελέγχου μεγαλύτερη ανάπτυξη στους δείκτες νοημοσύνης, ακαδημαϊκής προόδου και προσαρμοστικής συμπεριφοράς και βελτιωμένες λειτουργικές δεξιότητες, όπως δεξιότητες λόγου κι επικοινωνίας, ανεξαρτησίας και λεκτικής κατανόησης. Παρόμοια συμπεράσματα έβγαλε άλλη ομάδα ερευνητών από τον Καναδά το 2014 (Anagnostou, Zwaigenbaum, Szatmari, Fombonne, Fernandez, Woodbury-Smith, Brian, Bryson, Smith, Drmic, Buchanan, & Scherer, 2014), καθώς και μεγάλος αριθμός άλλων ερευνητών διεθνώς (π.χ., Dawson, Rogers, Munson, Smith, Winter, Greenson, Donaldson, & Varley, 2009; Remington, Hastings, Kovshoff, degli Espinosa, Jahr, Brown, Alsford,, Lemaic, & Ward, 2007).
Αξιοσημείωτο είναι ότι ακόμα κι όταν οι ερευνητές σύγκριναν την θεραπεία που βασίζεται στην επιστήμη της Εφαρμοσμένης Ανάλυσης της Συμπεριφοράς (ΕΑΣ-ΑΒΑ) με την εκλεκτική θεραπεία, δηλαδή τη θεραπεία κατά την οποία χρησιμοποιούνται ταυτόχρονα διαφορετικές προσεγγίσεις (π.χ., ΑΒΑ μαζί με αισθητηριακή ολοκλήρωση, TEACCH, Floortime, ειδική δίαιτα, μασάζ και λοιπά), η θεραπεία που βασίζεται στο ΑΒΑ υπερέχει ως προς την αποτελεσματικότητα, πιθανώς γιατί η εκλεκτική θεραπεία τελικά μειώνει τον χρόνο που αφιερώνει το παιδί σε δραστηριότητες που πραγματικά το βοηθούν να αναπτύξει τις δεξιότητές του (Dillenburgr, 2011; Howard, Sparkman, Cohen, Green, Stanislaw, 2005).
Με αυτά τα δεδομένα, πολλοί διεθνείς οργανισμοί, όπως η Αμερικάνικη Ακαδημία Παιδιατρικής (2007) και το Surgeon General των ΗΠΑ με ρόλο παρόμοιο αυτού του Υπουργείου Υγείας (1999), καθώς και πολυάριθμοι ανεξάρτητοι φορείς σε άλλες χώρες έχουν δημοσιεύσει ξεκάθαρες οδηγίες ως προς την παρέμβαση που πρέπει να ακολουθείται όταν ένα παιδί λαμβάνει τη διάγνωση του Αυτισμού και αυτή είναι η Πρώιμη Εντατική Συμπεριφοριστική Παρέμβαση (EIBI) ή αλλιώς η παρέμβαση που βασίζεται την Εφαρμοσμένη Ανάλυση Συμπεριφοράς (παρέμβαση ABA).
Στις μέρες μας μεγάλος αριθμός κρατών (π.χ., ΗΠΑ, Καναδάς, Αυστραλία, Γερμανία, Ηνωμένο Βασίλειο και λοιπά) ήδη επιδοτούν τη θεραπεία που βασίζεται στην επιστήμη της ΕΑΣ (ABA–based therapy) εφόσον αυτή σχεδιάζεται και εποπτεύεται από Πιστοποιημένους Αναλυτές Συμπεριφοράς (Board Certified Behavior Anaysts–BCBA) που εξασφαλίζουν την επιστημονική γνώση και ποιότητα της θεραπείας, και η επιδότηση γίνεται είτε μέσω του εθνικού συστήματος υγείας ή μέσω οδηγιών προς τις ιδιωτικές ασφαλιστικές εταρείες για την κάλυψή της.
For details on how to start an ABA programme, read our article here.