Η επιλογή είναι μια απαραίτητη κοινωνική δεξιότητα, εξαιτίας των σημαντικών επιδράσεων που έχει στην ποιότητα ζωής ενός ατόμου και στον αυτοπροσδιορισμό του, συμπεριλαμβανομένων των επιπτώσεων στην κοινωνική αλληλεπίδραση, την επίλυση προβλημάτων και την ανεξαρτησία (Rispoli et al. 2013). Συνεπώς, η έκφραση επιλογής είναι μια καθοριστικής σημασίας δεξιότητα ζωής την οποία έχουν το δικαίωμα να αποκτήσουν τα άτομα με αναπηρίες. Η δυνατότητα επιλογής οδηγεί σε μείωση της ανεπιθύμητης συμπεριφοράς και αύξηση της συγκέντρωσης κατά την ολοκλήρωση δραστηριοτήτων, αποτελέσματα που έχουν θεωρηθεί έγκυρα κοινωνικά από τα ίδια τα άτομα, αυτούς που τους παρέχουν φροντίδα και τους επαγγελματίες.
Η παρούσα μελέτη εξέτασε την επιλογή, σαν μια στρατηγική παρέμβασης για ενήλικες και παιδιά με αναπηρίες, συμπεριλαμβάνοντας παιδιά τυπικής ανάπτυξης, άτομα με Διαταραχή του Φάσματος του Αυτισμού, διαταραχές συναισθήματος και συμπεριφοράς, διαταραχές της μάθησης, Διαταραχή Ελλειμματικής Προσοχής/Υπερκινητικότητας και άνοια ή κρανιοεγκεφαλική κάκωση.
Τα τρία ερευνητικά ερωτήματα που εξετάστηκαν στην μελέτη ήταν (α) εάν τα άτομα προτιμούν να επιλέγουν (επιλογή πρότερου ή επακόλουθου ερεθίσματος) από το να τους ανατίθεται μια εργασία (δραστηριότητα) ή ενισχυτής, (β) εάν το να παρέχουμε στα άτομα την επιλογή πρότερου ή επακόλουθου ερεθίσματος αυξάνει αποτελεσματικά τη συγκέντρωση κατά την ολοκλήρωση δραστηριοτήτων και (γ) εάν το να παρέχουμε στα άτομα την επιλογή πρότερου ή επακόλουθου ερεθίσματος μειώνει αποτελεσματικά την ανεπιθύμητη συμπεριφορά.
Οι συνθήκες επιλογής ή η προτίμηση επιλογής ή η έκφραση της επιλογής εξετάζονται όταν ένα άτομο έχει την δυνατότητα να επιλέξει ανάμεσα σε δύο ή περισσότερα ερεθίσματα σύμφωνα με την προτίμησή του εκείνη τη στιγμή, σε αντίθεση με συνθήκες κατά τις οποίες μόνο ένα ερέθισμα είναι διαθέσιμο. Επίσης, η προτίμηση της επιλογής συμπεριλαμβάνει συνθήκες που επιτρέπουν στα άτομα να επιλέγουν έναν κρίκο στη συντελεστική αλυσίδα που οδηγεί σε συνθήκες ελεύθερης επιλογής, σε αντίθεση με συνθήκες που δεν επιτρέπουν επιλογή.
Η επιλογή ως πρότερο ερέθισμα προσφέρεται όταν επιτρέπεται στο άτομο να επιλέξει με ποια εργασία ή δραστηριότητα θα ασχοληθεί μεταξύ δυο ή περισσοτέρων εργασιών, μια διαδικασία που φαίνεται να μειώνει τις ανεπιθύμητες συμπεριφορές που συντηρούνται από τη φυγή/αποφυγή, ακριβώς επειδή προσφέρονται στο άτομο δραστηριότητες μεγαλύτερης προτίμησης (Kern et al. 2001).
Η επιλογή ως επακόλουθο ερέθισμα προσφέρεται όταν επιτρέπεται στο άτομο να επιλέξει ένα αντικείμενο ή μια δραστηριότητα μεταξύ δύο ή περισσοτέρων υποθετικών ενισχυτών, και αυτή η επιλογή εγγυάται συνεχιζόμενη πρόσβαση σε ερεθίσματα υψηλής προτίμησης καθώς οι παρωθητικές διεργασίες (τα λεγόμενα «κίνητρα») αλλάζουν με το πέρασμα του χρόνου (Tiger et al. 2006).
Η επίδραση της επιλογής έχει αξιολογηθεί εξετάζοντας τις αλλαγές στη συγκέντρωση και την ανεπιθύμητη συμπεριφορά. Η συγκέντρωση έχει προσδιοριστεί με διάφορους τρόπους, κυρίως μετρώντας την ενασχόληση με μια εργασία ή δραστηριότητα, τα αιτήματα για βοήθεια, την οπτική επαφή με την εργασία και την απουσία ανεπιθύμητης συμπεριφοράς (π.χ., Parsons et al. 1990). Η ανεπιθύμητη συμπεριφορά περιλαμβάνει μια ποικιλία προβληματικών δράσεων, όπως η μη συμμετοχή ή η αποφυγή μιας δραστηριότητας, η σωματική επιθετικότητα και ο αυτοτραυματισμός (Humenik et al. 2008; Powell & Nelson 1997).
Σε γενικές γραμμές, η παροχή επιλογής επέφερε θετικά αποτελέσματα για όλους ή για τους περισσότερους συμμετέχοντες ανεξάρτητα από την ύπαρξη ή απουσία αναπηρίας ή τη μορφή αυτής, προκαλώντας αύξηση της συγκέντρωσης και μείωση της ανεπιθύμητης συμπεριφοράς. Αυτά τα θετικά αποτελέσματα παρατηρήθηκαν τόσο για την επιλογή ως πρότερο ερέθισμα (δηλαδή, την επιλογή της εργασίας ή δραστηριότητας) όσο και για την επιλογή ως επακόλουθο (δηλαδή, την επιλογή των χαρακτηριστικών της ενίσχυσης). Όταν οι συνθήκες επιλογής οδηγούσαν στην επιλογή ερεθισμάτων τα οποία ήταν εξίσου ενισχυτικά με εκείνα που παρουσιάστηκαν στις συνθήκες μη επιλογής οι συμμετέχοντες γενικά προτίμησαν την συνθήκη επιλογής, δηλαδή, η επιλογή καθ’ εαυτή είναι ανώτερη της μη επιλογής.
Είναι σημαντικό να θυμόμαστε ότι καθώς οι παρωθητικές διεργασίες μεταβάλλονται με το πέρασμα του χρόνου, η επιλογή διασφαλίζει ότι η αλλαγή στις προτιμήσεις των ατόμων λαμβάνεται υπόψη (Cannella, et al., 2005). Καθώς καμία από τις μελέτες δεν ανέφερε την επιλογή να οδηγεί σε αρνητικά αποτελέσματα και ένας σημαντικός αριθμός μελετών ανέφερε καλύτερα αποτελέσματα για τις συνθήκες επιλογής, η επιλογή θα πρέπει συστηματικά να ενσωματώνεται σε τεκμηριωμένες παρεμβάσεις, ιδιαίτερα για συμμετέχοντες με ΔΦΑ οι οποίοι και έδειξαν να επωφελούνται περισσότερο.
Κυρίως όμως, η επιλογή είναι ένα απαραίτητο στοιχείο των παρεμβάσεων οι οποίες σέβονται την αυτονομία και μοναδικότητα κάθε ατόμου και προωθούν δεξιότητες ζωής οι οποίες μπορούν να έχουν πολλαπλασιαστικά οφέλη στην απόδοση και ευημερία, όπως η δεξιότητα του να επικοινωνεί κανείς τις ανάγκες του (Kern et al. 1998, Bannerman et al. 1990). Αναμφισβήτητα, η επιλογή θα πρέπει συστηματικά να προσφέρεται από τους γονείς και τους επαγγελματίες με το να επιτρέπουν στους δικαιούχους να επιλέξουν τις εργασίες με τις οποίες θα ασχοληθούν μέσα από μια σειρά επιλογών, τη σειρά με την οποία θα ολοκληρώσουν τις δραστηριότητες και τους ενισχυτές που θα ακολουθήσουν την ολοκλήρωση αυτών.
Διαβάστε το πρωτότυπο άρθρο εδώ.
Περίληψη και μετάφραση Σοφία Πετρογιαννάκη & Κατερίνα Δούναβη
