Πλαστικότητα είναι η ικανότητα του εγκεφάλου να μαθαίνει, δηλαδή να μεταβάλλεται ως αποτέλεσμα της αλληλεπίδρασής του με το περιβάλλον, δημιουργώντας για παράδειγμα νέες συνάψεις ή ειδικεύοντας τις αρχικές του δομές. Η πλαστικότητα του εγκεφάλου είναι υψηλότερη στα πρώτα χρόνια της ζωής, καθιστώντας τον εγκέφαλο ιδιαίτερα ευαίσθητο σε βλαπτικούς παράγοντες αλλά και εξαιρετικά ικανό να ανακτήσει ιδιότητες που του λείπουν (όπως για παράδειγμα στα παιδιά που παρουσιάζουν αναπτυξιακές διαταραχές). Σε αντίθεση με ό,τι πίστευαν οι επιστήμονες παλαιότερα, ο εγκέφαλος διατηρεί έναν βαθμό πλαστικότητας εφ’όρου ζωής και το μέγεθος αυτής εξαρτάται από διάφορους παράγοντες, όπως ο τομέας δεξιοτήτων που επιθυμούμε να αναπτύξουμε.
Για τους ειδικούς υγείας και εκπαίδευσης που σχεδιάζουν τα προγράμματα αποκατάστασης η έννοια της πλαστικότητας είναι εξαιρετικά σημαντική, καθώς γνωρίζουμε ότι η πρώιμη παρέμβαση που επωφελείται της μέγιστης πλαστικότητας επιφέρει τα βέλτιστα αποτελέσματα. Για παράδειγμα, στα παιδιά με Αυτισμό, έρευνα που πραγματοποιήθηκε το 2012 έδειξε ότι η πρώιμη (με έναρξη πριν τα 3 έτη) συμπεριφοριστική παρέμβαση ήταν υπεύθυνη για την αποκατάστασης της φυσιολογικής εγκεφαλικής λειτουργίας. Σημαντικό είναι επίσης να γνωρίζουμε ότι τα περιβαλλοντικά ερεθίσματα προκαλούν αλλαγές διαφορετικής φύσεως στον εγκέφαλο ανάλογα με την ηλικία στην οποία παρουσιάζονται (Kolb & Gibb, 2011). Άλλη έρευνα (Temple, Deutsch, Poldrack, Milleri, Tallali, Merzenichi, & Gabrieli, 2003) που πραγματοποιήθηκε με παιδιά σχολικής ηλικίας με ειδικές μαθησιακές διαταραχές (δυσλεξία) επίσης έδειξε ότι πρόγραμμα συμπεριφοριστικής αποκατάστασης μπορεί να βελτιώσει σημαντικά τις λειτουργίες του εγκεφάλου που σχετίζονται με την φωνολογική ενημερότητα, τον προφορικό λόγο και την ανάγνωση αλλά και να επηρεάσει θετικά άλλες περιοχές του εγκεφάλου.
Ο εμπλουτισμός του περιβάλλοντος στο οποίο αναπτύσσεται το παιδί με ερεθίσματα που απευθύνονται σε όλες τις αισθήσεις του και η χρήση των επιστημών της συμπεριφοράς για την ανάπτυξη και ενίσχυση ποικίλων δεξιοτήτων σε σχέση με αυτά τα ερεθίσματα όσο το δυνατόν νωρίτερα στη ζωή φαίνεται να είναι ένας από τους καθοριστικούς παράγοντες στην μετέπειτα αναπτυξιακή πορεία κάθε παιδιού και ιδιαίτερα των παιδιών που παρουσιάζουν αναπτυξιακές διαταραχές όπως ο Αυτισμός. Τα μέχρι σήμερα επιστημονικά ευρήματα που προκύπτουν από τις νευροεπιστήμες και τις επιστήμες συμπεριφοράς υποστηρίζουν ισχυρά την πρώιμη παρέμβαση στα παιδιά που παρουσιάζουν αναπτυξιακές διαταραχές (π.χ., Αυτισμό, διαταραχές λόγου) και είναι σημαντικό οι γονείς να αναζητούν την καθοδήγηση του ειδικού όσο το δυνατόν νωρίτερα.